Η συμβολή του νεφρού στη ρύθμιση του ισοζυγίου ύδατος
Τεύχος 41
Φράγκου Ελένη
Νεφρολόγος, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών και Ιατρικό Θεραπευτήριο Ιλίου
Στον υγιή ενήλικα, το ύδωρ του οργανισμού αποτελεί περίπου το 60% του σωματικού βάρους και είναι κατανεμημένο στον εξωκυττάριο χώρο κατά 1/3 και στον ενδοκυττάριο χώρο κατά 2/3. Ο κυριότερος προσδιοριστής της κατανομής του ύδατος στους χώρους αυτούς είναι η ωσμωτική πίεση, η οποία είναι ανάλογη του αριθμού των ωσμωτικά δραστικών σωματιδίων. Επειδή το ύδωρ μετακινείται ελεύθερα κατά μήκος των κυτταρικών μεμβρανών, ο εξωκυττάριος και ο ενδοκυττάριος χώρος βρίσκονται σε ωσμωτική ισορροπία. Κάθε αλλαγή της ωσμωτικότητας οδηγεί σε μετακίνηση ύδατος από το χώρο μεγάλης περιεκτικότητας σε ύδωρ (χαμηλής ωσμωτικότητας) προς το χώρο μικρής περιεκτικότητας σε ύδωρ (υψηλής ωσμωτικότητας). Επομένως, σε διαταραχές ωσμωτικότητας, για να διατηρηθεί η ωσμωτική ισορροπία, το ύδωρ μετακινείται κατά μήκος όλων των κυτταρικών μεμβρανών του οργανισμού, έτσι και κατά μήκος των κυτταρικών μεμβρανών των νευρικών κυττάρων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σοβαρών νευρολογικών συμπτωμάτων που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο. Για την αποφυγή της κατάστασης αυτής, το ισοζύγιο ύδατος είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της ωσμωτικότητας του οργανισμού σε σταθερά όρια.